απόλαψη
Смотреть что такое "απόλαψη" в других словарях:
απόλαυση — απόλαυση, η και απόλαψη, η ευχαρίστηση, διασκέδαση, τέρψη: Πίστευε πως το τσιγάρο ήταν μια απόλαυση που δεν έπρεπε να τη στερηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)